Überstunde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Überstunde | die | Überstunden |
γενική | der | Überstunde | der | Überstunden |
δοτική | der | Überstunde | den | Überstunden |
αιτιατική | die | Überstunde | die | Überstunden |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Überstunde (de) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Überstunden leisten: κάνω υπερωρίες