łyżeczka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łyżeczka łyżeczki
γενική łyżeczki łyżeczek
δοτική łyżeczce łyżeczkom
αιτιατική łyżecz łyżeczki
οργανική łyżecz łyżeczkami
τοπική łyżeczce łyżeczkach
κλητική łyżeczko łyżeczki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

łyżeczka < υποκοριστικό του łyżka

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

łyżeczka (pl) θηλυκό