ōs
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ōs (la) ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ōs | ōră |
γενική | ōris | ōrum |
δοτική | ōrī | ōrĭbus |
αιτιατική | ōs | ōră |
κλητική | ōs | ōră |
αφαιρετική | ōre | ōrĭbus |
Πηγές[επεξεργασία]
- ōs - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.