ōs

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ōs < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ōs (la) ουδέτερο

  1. στόμα
  2. πρόσωπο, όψη

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ōs ōră
γενική ōris ōrum
δοτική ōrī ōrĭbus
αιτιατική ōs ōră
κλητική ōs ōră
αφαιρετική ōre ōrĭbus
(γ' κλίση)
χωρίς γενική πληθυντικού

Πηγές[επεξεργασία]