Αθανάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αθανάσιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀθανάσιος < αρχαία ελληνική ἀθανασία < ἀ- + θάνατος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰnh₂-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.θaˈna.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐θα‐νά‐σι‐ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αθανάσιος αρσενικό (θηλυκό Αθανασία)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αθανασία
- Αθανασία
- → δείτε τη λέξη θάνατος
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Αθανάσιος' στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αθανάσιος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)