Αλαμάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλαμάνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλαμάνα οι Αλαμάνες
      γενική της Αλαμάνας των (Αλαμανών)
    αιτιατική την Αλαμάνα τις Αλαμάνες
     κλητική Αλαμάνα Αλαμάνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλαμάνα < Αλαμάνος < Αλαμαννός < λατινική Alamannus < Alemannus[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.laˈma.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λα‐μά‐να

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλαμάνα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ποταμός της Ελλάδας, ο Σπερχειός
  2. η περιοχή γύρω από γέφυρα του ποταμού κοντά στις Θερμοπύλες, όπου έγινε η Μάχη της Αλαμάνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)