Αλιβέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αλιβέρι τα Αλιβέρια
      γενική του Αλιβερίου των Αλιβερίων
    αιτιατική το Αλιβέρι τα Αλιβέρια
     κλητική Αλιβέρι Αλιβέρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλιβέρι < το όνομα του Φράγκου φεουδάρχη Αλίβερος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.liˈve.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λι‐βέ‐ρι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλιβέρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)