Αυριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αυριώτης | οι | Αυριώτες |
γενική | του | Αυριώτη | των | Αυριωτών |
αιτιατική | τον | Αυριώτη | τους | Αυριώτες |
κλητική | Αυριώτη | Αυριώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvrio.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐ριώ‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αυριώτης αρσενικό (θηλυκό Αυριώτισσα)
- ο κάτοικος της Αύρας ή ο καταγόμενος απ’ αυτή
- ※ Το «παρών» έδωσαν πολλοί Αυριώτες όπου είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν μεταξύ τους, θυμήθηκαν τα παλαιά και έβαλαν σχέδιο για το μέλλον. (www.trikalaerevna.gr, 11.06.2018)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αυριώτης
|