Βάνδαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάνδαλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάνδαλος οι Βάνδαλοι
      γενική του Βάνδαλου των Βάνδαλων
    αιτιατική τον Βάνδαλο τους Βάνδαλους
     κλητική Βάνδαλε Βάνδαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βάνδαλος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βάνδαλος αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του έθνους των Βανδάλων
  2. (μεταφορικά) αυτός που καταστρέφει, ιδίως έργα τέχνης
    μπήκαν μέσα και κατέστρεψαν τα πάντα, σαν Βάνδαλοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]