Βάνδαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βάνδαλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βάνδαλος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του έθνους των Βανδάλων
- (μεταφορικά) αυτός που καταστρέφει, ιδίως έργα τέχνης
- μπήκαν μέσα και κατέστρεψαν τα πάντα, σαν Βάνδαλοι