Γκεργάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκεργάνα | οι | Γκεργάνες |
γενική | της | Γκεργάνας | — | |
αιτιατική | την | Γκεργάνα | τις | Γκεργάνες |
κλητική | Γκεργάνα | Γκεργάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκεργάνα < άμεσο δάνειο από τη βουλγαρική Гергана
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκεργάνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκεργάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)