Δεκέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δεκέλεια οι Δεκέλειες
      γενική της Δεκέλειας των Δεκελειών
    αιτιατική τη Δεκέλεια τις Δεκέλειες
     κλητική Δεκέλεια Δεκέλειες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δεκέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Δεκέλεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðeˈce.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δε‐κέ‐λει‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δεκέλεια θηλυκό

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας που σήμερα είναι περιοχή γνωστή με το όνομα «Τατόι» και υπάγεται στο δήμο Αχαρνών
    ※  Εἶχε λουστεῖ χτές, παρακούγοντας τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα της, στὴ στέρνα τοῦ περβολιοῦ τους μ’ ἕνα ἄγριο ξεροβόρι, καὶ γιὰ τιμωρία σήμερα ἔμενε ὁλομόναχη στὴν ἐρημική τους ἔπαυλη στὴ Δεκέλεια. (Αντιγόνη Θρεψιάδη, Ο χάλκινος γίγαντας, περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 950 (1 Φεβρουαρίου 1967), τόμ. 81, σελ. 187)
  2. περιοχή της Κύπρου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δεκέλει
      γενική τῆς Δεκελείᾱς
      δοτική τῇ Δεκελεί
    αιτιατική τὴν Δεκέλειᾰν
     κλητική ! Δεκέλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δεκέλεια < Δέκελ(ος) + -εια

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δεκέλεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]