Καρκάνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾˈka.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐κά‐νης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρκάνης αρσενικό (θηλυκό Καρκάνη)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Βαμβακάρης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)