Κασκαβέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κασκαβέλη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κασκαβέλι τα Κασκαβέλια
      γενική του Κασκαβελιού
Κασκαβελίου
των Κασκαβελιών
Κασκαβελίων
    αιτιατική το Κασκαβέλι τα Κασκαβέλια
     κλητική Κασκαβέλι Κασκαβέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κασκαβέλι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.skaˈve.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐σκα‐βέ‐λι
ομόηχο: Κασκαβέλη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κασκαβέλι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 386, 8 Δεκεμβρίου 1930