Κομποθέκλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κομποθέκλα οι Κομποθέκλες
      γενική της Κομποθέκλας
    αιτιατική την Κομποθέκλα τις Κομποθέκλες
     κλητική Κομποθέκλα Κομποθέκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Κομποθέκλα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κομποθέκλα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Κομποθέκλα < γενική ενικού του αρσενικού Κομποθέκλας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κομποθέκλα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]


Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

Κομποθέκλα: κλιτικοί τύποι

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Κομποθέκλα αρσενικό ή θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλας (ανδρικό επώνυμο)
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλα (τοπωνύμιο)