Κουρούπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουρούπης αρσενικό
- βουνό της Σκιάθου
- ※ Ἐπῆγαν μέ τέτοιον καιρό νά κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν' ἀπ' τοῦ Κουρούπη τά κατσάβραχα, στό Στοιβωτό, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ γίδι νά πατήσῃ (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
- ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό Κουρούπη)
- άλλες μορφές: Κουρουπάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κουρούπης
|
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Βαμβακάρης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από παρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)