Μισιρλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Μισιρλής < τουρκική Mısırlı (Αιγύπτιος) < Mısır < οθωμανική τουρκική مصر (mısır) < αραβική مصر (miṣr) < σημιτικής προέλευσης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μισιρλής αρσενικό (θηλυκό Μισιρλού)
- (εθνικό όνομα) ο Αιγύπτιος, ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αίγυπτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μισιρλής
→ δείτε τη λέξη Αιγύπτιος |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μισιρλής αρσενικό (θηλυκό Μισιρλή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σαρρής' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)