Μουρσαλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μουρσαλί | ||
γενική | του | Μουρσαλιού | ||
αιτιατική | το | Μουρσαλί | ||
κλητική | Μουρσαλί | |||
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μουρσαλί < τουρκική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muɾ.saˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μουρ‐σα‐λί
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μουρσαλί ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- χωριό της Τουρκίας κοντά στο Αϊδίνιο
- Νέο Μουρσαλί: χωριό της Εύβοιας, πρώην ονομασία του Ταξιάρχη[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μουρσαλί
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)