Μπαρμπαρέσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μπαρμπαρέσος οι Μπαρμπαρέσοι
      γενική του Μπαρμπαρέσου των Μπαρμπαρέσων
    αιτιατική τον Μπαρμπαρέσο τους Μπαρμπαρέσους
     κλητική Μπαρμπαρέσε Μπαρμπαρέσοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baɾ.baˈɾe.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπαρ‐μπα‐ρέ‐σος

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Μπαρμπαρέσος < → δείτε τη λέξη Μπαρμπαρέζος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μπαρμπαρέσος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «Μπαρμπαρέζος» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Μπαρμπαρέσος < Μπαρμπαρέσος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μπαρμπαρέσος αρσενικό (θηλυκό Μπαρμπαρέσου)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]