Παλαιοκάτουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παλαιοκάτουνο | τα | Παλαιοκάτουνα |
γενική | του | Παλαιοκάτουνου | των | Παλαιοκάτουνων |
αιτιατική | το | Παλαιοκάτουνο | τα | Παλαιοκάτουνα |
κλητική | Παλαιοκάτουνο | Παλαιοκάτουνα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παλαιοκάτουνο < καθαρεύουσα Παλαιοκάτουνον. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + κατούν(α) + -ο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.le.oˈka.tu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐κά‐του‐νο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παλαιοκάτουνο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Παλαιοκάτουνο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα παλαιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)