Παρορίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾoˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ρο‐ρί‐της

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παρορίτης οι Παρορίτες
      γενική του Παρορίτη των Παροριτών
    αιτιατική τον Παρορίτη τους Παρορίτες
     κλητική Παρορίτη Παρορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παρορίτης < Παρόρ(ι) + -ίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παρορίτης αρσενικό (θηλυκό Παρορίτισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παρορίτης οι Παρορίτηδες
      γενική του Παρορίτη* των Παρορίτηδων
    αιτιατική τον Παρορίτη τους Παρορίτηδες
     κλητική Παρορίτη Παρορίτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Παρορίτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παρορίτης < πατριδωνυμικό Παρορίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παρορίτης αρσενικό

  • ανδρικό επώνυμο, σε χρήση ως ψευδώνυμο του πεζογράφου Κώστα Παρορίτη (Λεωνίδα Σουρέα) που είχε γεννηθεί στο Παρόρειο Λακωνίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]