Πασαλιμανιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πασαλιμανιώτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.sa.li.maˈɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐σα‐λι‐μα‐νιώ‐της

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πασαλιμανιώτης οι Πασαλιμανιώτες
      γενική του Πασαλιμανιώτη των Πασαλιμανιωτών
    αιτιατική τον Πασαλιμανιώτη τους Πασαλιμανιώτες
     κλητική Πασαλιμανιώτη Πασαλιμανιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πασαλιμανιώτης < Πασαλιμάν(ι) + -ιώτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πασαλιμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Πασαλιμανιώτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Πασαλιμάνι ή την ακτή και γύρω περιοχή (του λιμένα Ζέας), στον Πειραιά
    ※  Ο Τσαρούχης a propos, θα φιλοτεχνήσει, ως Πειραιώτης και Πασαλιμανιώτης, πολλές προσωπογραφίες ερυθρόλευκων με τελευταία τον Υβ Τριαντάφυλλο, παραγγελία του Νίκου Γουλανδρή. (περιοδικό Αντί, τχ. 718-728, 2000)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πασαλιμανιώτης οι Πασαλιμανιώτηδες
      γενική του Πασαλιμανιώτη* των Πασαλιμανιώτηδων
    αιτιατική τον Πασαλιμανιώτη τους Πασαλιμανιώτηδες
     κλητική Πασαλιμανιώτη Πασαλιμανιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Πασαλιμανιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πασαλιμανιώτης < πατριδωνυμικό Πασαλιμανιώτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πασαλιμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Πασαλιμανιώτη ή Πασαλιμανιώτου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]