Πουλιλιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πουλιλιός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pu.liˈʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Που‐λι‐λιός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πουλιλιός αρσενικό (θηλυκό Πουλιλιού)