Πύλωνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πύλωνας | οι | Πύλωνες |
γενική | του | Πύλωνα | των | Πυλώνων |
αιτιατική | τον | Πύλωνα | τους | Πύλωνες |
κλητική | Πύλωνα | Πύλωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πύλωνας < αρχαία ελληνική Πύλων < πυλών < πύλη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πύλωνας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πύλωνας