Σταθόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σταθόπουλος | οι | Σταθόπουλοι & Σταθοπουλαίοι1 |
γενική | του | Σταθόπουλου & Σταθοπούλου |
των | Σταθόπουλων2 & Σταθοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Σταθόπουλο | τους | Σταθόπουλους3 & Σταθοπουλαίους |
κλητική | Σταθόπουλε | Σταθόπουλοι & Σταθοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σταθοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σταθοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /staˈθo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐θό‐που‐λος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σταθόπουλος αρσενικό (θηλυκό Σταθοπούλου)