Στανιμερόπουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στανιμερόπουλος οι Στανιμερόπουλοι
Στανιμεροπουλαίοι1
      γενική του Στανιμερόπουλου
Στανιμεροπούλου
των Στανιμερόπουλων2
Στανιμεροπουλαίων
    αιτιατική τον Στανιμερόπουλο τους Στανιμερόπουλους3
Στανιμεροπουλαίους
     κλητική Στανιμερόπουλε Στανιμερόπουλοι
Στανιμεροπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Στανιμεροπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Στανιμεροπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στανιμερόπουλος < Στανίμερ(ος) + -όπουλος
Συγγενή επώνυμα: σερβοκροατική γλώσσα Stanimirović (Станимировић), βουλγαρική γλώσσα Станимиров (Stanimirov)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στανιμερόπουλος αρσενικό (θηλυκό Στανιμεροπούλου)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]