Στενό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Στενό | τα | Στενά |
γενική | του | Στενού | των | Στενών |
αιτιατική | το | Στενό | τα | Στενά |
κλητική | Στενό | Στενά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Στενό < στενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στενός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /steˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στε‐νό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στενό ουδέτερο
- συνθετικό ονομασίας στενών που χωρίζουν θαλάσσιες ή ορεινές περιοχές
- το Στενό του Γιβραλτάρ
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Στενά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)