Τιθρωνιεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Τιθρωνιεύς | οἱ | Τιθρωνιεῖς - Τιθρωνιῆς* | ||||
γενική | τοῦ | Τιθρωνιέως & Τιθρωνιῶς |
τῶν | Τιθρωνιέων & Τιθρωνιῶν | ||||
δοτική | τῷ | Τιθρωνιεῖ | τοῖς | Τιθρωνιεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Τιθρωνιέᾱ & Τιθρωνιᾶ |
τοὺς | Τιθρωνιέᾱς & Τιθρωνιᾶς | ||||
κλητική ὦ! | Τιθρωνιεῦ | Τιθρωνιεῖς - Τιθρωνιῆς* | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τιθρωνιῆ1 ή Τιθρωνιεῖ2 | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Τιθρωνιέοιν | ||||||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τιθρωνιεύς < Τιθρών(ιον) + -εύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Τιθρωνιεύς αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Τιθρώνιον
Πηγές[επεξεργασία]
- Tithronium - Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἁλιεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἁλιεύς' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -εύς (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)