Τραβασάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τραβασάρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾa.vaˈsa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρα‐βα‐σά‐ρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τραβασάρος αρσενικό (θηλυκό Τραβασάρου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Τραβασαριάνικα (τοπωνύμιο)