Τριόδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Τριόδια | ||
γενική | των | Τριοδίων | ||
αιτιατική | τα | Τριόδια | ||
κλητική | Τριόδια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τριόδια < ελληνιστική κοινή Τριόδια < τριόδια, πληθυντικός αριθμός του τριόδιον < τρι- + αρχαία ελληνική ὁδός ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική compitalia, ήδη από την (ελληνιστική κοινή))
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾiˈo.ði.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Τριόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) εορτή που γινόταν στις τριόδους της αρχαίας Ρώμης προς τιμήν των Λαρήτων τη δεύτερη μέρα του Ιανουαρίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τριόδια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)