Υφαντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Υφαντής < επάγγελμα υφαντής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.fanˈdis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐φα‐ντής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Υφαντής αρσενικό (θηλυκό Υφαντή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε και υφαντής