Ψενεθώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ψενεθώτης οἱ Ψενεθῶται
      γενική τοῦ Ψενεθώτου τῶν Ψενεθωτῶν
      δοτική τῷ Ψενεθώτ τοῖς Ψενεθώταις
    αιτιατική τὸν Ψενεθώτην τοὺς Ψενεθώτᾱς
     κλητική ! Ψενεθῶτ Ψενεθῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ψενεθώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ψενεθώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ψενεθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ψενεθώτης αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ψενεθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven