Ψυχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ψυχικό | τα | Ψυχικά |
γενική | του | Ψυχικού | των | Ψυχικών |
αιτιατική | το | Ψυχικό | τα | Ψυχικά |
κλητική | Ψυχικό | Ψυχικά | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ψυχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψυχικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.çiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψυ‐χι‐κό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψυχικό ουδέτερο
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- προάστιο της Αθήνας, δημιουργημένο με βάση το πρότυπο των κηπουπόλεων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)