άγγελμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγγελμα < αρχαία ελληνική ἄγγελμα < ἀγγέλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟel.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγγελμα ουδέτερο
- άγγελμα θανάτου/ημέρας/χαρμόσυνο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγγελμα