άλπειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άλπειος | η | άλπεια | το | άλπειο |
γενική | του | άλπειου | της | άλπειας | του | άλπειου |
αιτιατική | τον | άλπειο | την | άλπεια | το | άλπειο |
κλητική | άλπειε | άλπεια | άλπειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άλπειοι | οι | άλπειες | τα | άλπεια |
γενική | των | άλπειων | των | άλπειων | των | άλπειων |
αιτιατική | τους | άλπειους | τις | άλπειες | τα | άλπεια |
κλητική | άλπειοι | άλπειες | άλπεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άλπειος < (ελληνιστική κοινή) ἄλπειος < Ἄλπεις
Επίθετο[επεξεργασία]
άλπειος
- των Άλπεων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άλπειος
|