άστριφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άστριφτος, -η, -ο
- που δε έχει στριφτεί
- ↪ άστριφτο νήμα
- ≠ αντώνυμα: στριμμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άστριφτος
|