άψαυστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άψαυστος | η | άψαυστη | το | άψαυστο |
γενική | του | άψαυστου | της | άψαυστης | του | άψαυστου |
αιτιατική | τον | άψαυστο | την | άψαυστη | το | άψαυστο |
κλητική | άψαυστε | άψαυστη | άψαυστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άψαυστοι | οι | άψαυστες | τα | άψαυστα |
γενική | των | άψαυστων | των | άψαυστων | των | άψαυστων |
αιτιατική | τους | άψαυστους | τις | άψαυστες | τα | άψαυστα |
κλητική | άψαυστοι | άψαυστες | άψαυστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άψαυστος < αρχαία ελληνική ἄψαυστος < ἀ- + ψαύω
Επίθετο[επεξεργασία]
άψαυστος
- που δεν έχει αγγιχτεί, ο άθικτος
- που δεν αγγίζεται
- εγώ δ' όδ' ενθάδε άψαυστος έγχους (Σοφοκλής, Οιδίπους τύραννος) (ο αφόβητος, αυτός που δεν αγγίζει ο φόβος)
- Εἰ γὰρ με πείσεις, ἢ χιὼν γενήσομαι ἢ καὶ χάλαζα, καὶ θανὼν νεκροστόλοις ἄψαυστος ὡς κρύσταλλος ὢν φανήσομαι τῇ σῇ πεποιθὼς ψυκτικῇ παραινέσει. Λέων ο Φιλόσοφος Ψυχρόν το γήρας...
- που δεν πρέπει να αγγιχτεί, ο ιερός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψαύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άψαυστος
|