άψαυστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άψαυστος η άψαυστη το άψαυστο
      γενική του άψαυστου της άψαυστης του άψαυστου
    αιτιατική τον άψαυστο την άψαυστη το άψαυστο
     κλητική άψαυστε άψαυστη άψαυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άψαυστοι οι άψαυστες τα άψαυστα
      γενική των άψαυστων των άψαυστων των άψαυστων
    αιτιατική τους άψαυστους τις άψαυστες τα άψαυστα
     κλητική άψαυστοι άψαυστες άψαυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άψαυστος < αρχαία ελληνική ἄψαυστος < ἀ- + ψαύω

Επίθετο[επεξεργασία]

άψαυστος

  1. που δεν έχει αγγιχτεί, ο άθικτος
    Ποιο το κέρδος, αδελφέ, όταν ο άψυχος κόσμος φωτίζεται και ο λογικός άνθρωπος μένει άψαυστος από το Φως του Χριστού [1]
    Πώς πρέπει να ‘ναι ο ιερέας; Δε φτάνει μόνο να είναι άγιος, καθαρός και άψαυστος κηλίδος, αλλά και συνετός.[2]
  2. που δεν αγγίζεται
    εγώ δ' όδ' ενθάδε άψαυστος έγχους (Σοφοκλής, Οιδίπους τύραννος) (ο αφόβητος, αυτός που δεν αγγίζει ο φόβος)
    Εἰ γὰρ με πείσεις, ἢ χιὼν γενήσομαι ἢ καὶ χάλαζα, καὶ θανὼν νεκροστόλοις ἄψαυστος ὡς κρύσταλλος ὢν φανήσομαι τῇ σῇ πεποιθὼς ψυκτικῇ παραινέσει. Λέων ο Φιλόσοφος Ψυχρόν το γήρας...
  3. που δεν πρέπει να αγγιχτεί, ο ιερός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ψαύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]