έμβυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμβυσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμβυσμα < ἐμβύω. Συγχρονικά αναλύεται σε έμ- + βύσμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.vi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐βυ‐σμα
- παρώνυμο: έμβασμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμβυσμα ουδέτερο
- η τσιμούχα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βύσμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμβυσμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)