ένυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔνυλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένυλος η ένυλη το ένυλο
      γενική του ένυλου της ένυλης του ένυλου
    αιτιατική τον ένυλο την ένυλη το ένυλο
     κλητική ένυλε ένυλη ένυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένυλοι οι ένυλες τα ένυλα
      γενική των ένυλων των ένυλων των ένυλων
    αιτιατική τους ένυλους τις ένυλες τα ένυλα
     κλητική ένυλοι ένυλες ένυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένυλος < αρχαία ελληνική ἔνῡλος < ἐν + ὕλη

Επίθετο[επεξεργασία]

ένυλος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ύλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]