ίσθμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ίσθμιος | η | ίσθμια | το | ίσθμιο |
γενική | του | ίσθμιου | της | ίσθμιας | του | ίσθμιου |
αιτιατική | τον | ίσθμιο | την | ίσθμια | το | ίσθμιο |
κλητική | ίσθμιε | ίσθμια | ίσθμιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ίσθμιοι | οι | ίσθμιες | τα | ίσθμια |
γενική | των | ίσθμιων | των | ίσθμιων | των | ίσθμιων |
αιτιατική | τους | ίσθμιους | τις | ίσθμιες | τα | ίσθμια |
κλητική | ίσθμιοι | ίσθμιες | ίσθμια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίσθμιος < αρχαία ελληνική Ἴσθμιος
Επίθετο
[επεξεργασία]ίσθμιος, -α, -ο
- που αναφέρεται στον ισθμό της Κορίνθου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ίσθμια (αγώνες της αρχαιότητας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίσθμιος
|