αβαροσλαβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαροσλαβικός < Αβαροσλάβος + -ικός < Άβαρος + Σλάβος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαροσλαβικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους Αβαροσλάβους ή αναφέρεται σ' αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβαροσλαβικός
|