αγγειογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειογραφικός, ή, ό < αγγειογραφία
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγειογραφικός
- σχετικός με την εξέταση της αγγειογραφίας ή γενικά σχετικός με την απεικόνιση των αγγείων
- αγγειογραφικό μηχάνημα / αγγειογραφική ένδειξη ή ανταπόκριση / αγγειογραφικός εξοπλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειογραφικός
|