αγκαθοκόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκαθοκόπος οι αγκαθοκόποι
      γενική του αγκαθοκόπου των αγκαθοκόπων
    αιτιατική τον αγκαθοκόπο τους αγκαθοκόπους
     κλητική αγκαθοκόπε αγκαθοκόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκαθοκόπος < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -κόπος < κόπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκαθοκόπος αρσενικό

  • δρεπάνι χρήσιμο για την κοπή αγκαθιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]