αδημοσιοποίητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδημοσιοποίητος η αδημοσιοποίητη το αδημοσιοποίητο
      γενική του αδημοσιοποίητου της αδημοσιοποίητης του αδημοσιοποίητου
    αιτιατική τον αδημοσιοποίητο την αδημοσιοποίητη το αδημοσιοποίητο
     κλητική αδημοσιοποίητε αδημοσιοποίητη αδημοσιοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδημοσιοποίητοι οι αδημοσιοποίητες τα αδημοσιοποίητα
      γενική των αδημοσιοποίητων των αδημοσιοποίητων των αδημοσιοποίητων
    αιτιατική τους αδημοσιοποίητους τις αδημοσιοποίητες τα αδημοσιοποίητα
     κλητική αδημοσιοποίητοι αδημοσιοποίητες αδημοσιοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδημοσιοποίητος < α- + δημοσιοποιώ + -τος

Μετοχή[επεξεργασία]

αδημοσιοποίητος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]