αδιακανόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιακανόνιστος < α- στερητικό + διακανονίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιακανόνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμα διακανονιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιακανόνιστος
|