αδρομισθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρομισθία < αδρόμισθος + -ία < (ελληνιστική κοινή) ἁδρόμισθος < ἁδρός + μισθός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδρομισθία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδρόμισθος
- → δείτε τις λέξεις αδρός και μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδρομισθία
|