αερόλυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αερόλυμα < αερο- + (διά)λυμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aerosol < aero- + sol(ution) (διάλυμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αερόλυμα ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αερόλυμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αερόλυμα
→ δείτε τη λέξη αεροζόλ |