αζέσταγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζέσταγος < αζέστατος
Επίθετο[επεξεργασία]
αζέσταγος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αζέστατος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ζεστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αζέσταγος
|