αζυμοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζυμοφαγία < αρχαία ελληνική ἀζυμοφαγία < ἄζυμος + -φαγία (< τρώγω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αζυμοφαγία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αζυμοφαγία
|