αηδονοφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αηδονοφωλιά | οι | αηδονοφωλιές |
γενική | της | αηδονοφωλιάς | των | αηδονοφωλιών |
αιτιατική | την | αηδονοφωλιά | τις | αηδονοφωλιές |
κλητική | αηδονοφωλιά | αηδονοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ai̯.ðo.no.foˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐η‐δο‐νο‐φω‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αηδονοφωλιά θηλυκό
- η φωλιά που κατασκευάστηκε και κατοικείται από ένα ή πολλά αηδόνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αηδονοφωλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)