αθίγγανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθίγγανος < (ελληνιστική κοινή) ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθίγγανος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του τσιγγάνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθίγγανος
→ δείτε τη λέξη τσιγγάνος |