αθλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθλοφόρος < αρχαία ελληνική ἀθλοφόρος, μορφολογικά αναλύεται άθλ(ος) + -ο- + -φόρος
Επίθετο[επεξεργασία]
αθλοφόρος, -ος/-α, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθλοφόρος
|